Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπινήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epinichomai
|Transliteration C=epinichomai
|Beta Code=e)pinh/xomai
|Beta Code=e)pinh/xomai
|Definition=Dor. [[ἐπινάχομαι]] [ᾱ],<br><span class="bld">A</span> [[swim upon]], πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; [[flow over]], τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; <b class="b3">παιδὸς ἐπενάχετο φωνά</b> [[float]]ed on the [[stream]], Theoc.23.61; [[float]], ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.''Pr.''1.22; opp. [[καταδύεσθαι]], ''Gp.'' 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; [[ἀέρι]] ib.602: metaph., ib.166, Dam.''Pr.'' 270.<br><span class="bld">2</span>. [[swim to]] or [[over to]], c. acc., Call.''Del.''21.<br><span class="bld">3</span>. [[swim against]], [[attack]], ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.''H.''2.46.
|Definition=Dor. [[ἐπινάχομαι]] [ᾱ],<br><span class="bld">A</span> [[swim upon]], πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; [[flow over]], τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; <b class="b3">παιδὸς ἐπενάχετο φωνά</b> [[float]]ed on the [[stream]], Theoc.23.61; [[float]], ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.''Pr.''1.22; opp. [[καταδύεσθαι]], ''Gp.'' 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; [[ἀέρι]] ib.602: metaph., ib.166, Dam.''Pr.'' 270.<br><span class="bld">2</span>. [[swim to]] or [[swim over to]], c. acc., Call.''Del.''21.<br><span class="bld">3</span>. [[swim against]], [[attack]], ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.''H.''2.46.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:41, 7 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήχομαι Medium diacritics: ἐπινήχομαι Low diacritics: επινήχομαι Capitals: ΕΠΙΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epinḗchomai Transliteration B: epinēchomai Transliteration C: epinichomai Beta Code: e)pinh/xomai

English (LSJ)

Dor. ἐπινάχομαι [ᾱ],
A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270.
2. swim to or swim over to, c. acc., Call.Del.21.
3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.

German (Pape)

[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.

French (Bailly abrégé)

1 nager sur, flotter sur, τινι;
2 en parl. de la voix se faire entendre sur l'eau;
3 nager vers, acc..
Étymologie: ἐπί, νήχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινήχομαι: дор. ἐπινάχομαι
1 (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;
2 доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο φωνά Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.

Greek Monolingual

ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)
1. κολυμπώ στην επιφάνεια
2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια
3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)
αρχ.
1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)
2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. του νέω (III) «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

ἐπινήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπώ στην επιφάνεια, σε Βατραχομ.· ἐπενάχετο φωνά, η φωνή ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

fut. ξομαι
Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.