ὑπατεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être consul.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
|btext=[[être consul]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:07, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτεύω Medium diacritics: ὑπατεύω Low diacritics: υπατεύω Capitals: ΥΠΑΤΕΥΩ
Transliteration A: hypateúō Transliteration B: hypateuō Transliteration C: ypateyo Beta Code: u(pateu/w

English (LSJ)

A to be consul, Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.Publ.3, etc.; ὁ ὑπατευκώς, Lat. consularis, Posidon.36J. 2 to be consular governor, τῆς ἐπαρχείας Ath.Mitt.48.102, IGRom.1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1184] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

être consul.
Étymologie: ὕπατος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰτεύω: быть консулом: Κικέρωνος ὑπατεύοντος Plut. в консульство Цицерона.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰτεύω: (ὕπατος) εἶμαι ὕπατος, Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) ῥίπτω ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ πλῆθος, Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ κρεμῶ ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).

Greek Monolingual

ὑπατεύω ΝΜΑ ὕπατος (II)]
κατέχω το αξίωμα του υπάτου, ασκώ την υπατική εξουσία
μσν.-αρχ.
1. ρίχνω υπατεία
2. σηκώνω ή κρεμώ ψηλά κεφάλι αποκομμένο από σώμα
αρχ.
(το αρσ. της μτχ. παρακμ.) ὁ ὑπατευκώς
αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο υπατικός.

Greek Monotonic

ὑπᾰτεύω: μέλ. -σω (ὕπατος), είμαι ύπατος, πρόξενος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω ὕπατος
to be consul, Plut.