καλλίζωνος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la belle ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ζώνη]]. | |btext=ος, ον :<br />[[à la belle ceinture]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ζώνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.
Russian (Dvoretsky)
καλλίζωνος: красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).
English (Autenrieth)
with beautiful girdles. (See cut No. 44.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος, εύζωνος].
Greek Monotonic
καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.