πολεμόκλονος: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui excite le tumulte de la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[κλόνος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui excite le tumulte de la guerre]].<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[κλόνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, raising the din of war, ἔργον Ἄρηος Batr.4; Παλλάς ib.275, Orph.H.32.2.
German (Pape)
[Seite 654] sich kriegerisch tummelnd, Batr. 4. 267.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui excite le tumulte de la guerre.
Étymologie: πόλεμος, κλόνος.
Russian (Dvoretsky)
πολεμόκλονος: воинственно-шумный (Ἄρης Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
πολεμόκλονος: -ον, ὁ ἐγείρων τὸν θόρυβον τοῦ πολέμου, Βατραχομυομ. 4, 276, Ὀρφ. Ὕμν. 32. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εγείρει τον θόρυβο του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κλόνος «θόρυβος πολέμου» (πρβλ. μεγαλό-κλονος].
Greek Monotonic
πολεμόκλονος: -ον, αυτός που εγείρει, προκαλεί, ξεσηκώνει τον θόρυβο του πολέμου, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
πολεμό-κλονος, ον,
raising the din of war, Batr.