ἐξαγγελτικός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enclin à bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγγέλλω]].
|btext=ή, όν :<br />][[enclin à bavarder]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγγέλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγγελτικός Medium diacritics: ἐξαγγελτικός Low diacritics: εξαγγελτικός Capitals: ΕΞΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exangeltikós Transliteration B: exangeltikos Transliteration C: eksaggeltikos Beta Code: e)caggeltiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A conveying information, Arist.Pr.903a24. 2 expressive, c. gen., ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων Procl.in Cra.p.72 P. 3 apt to tell tales, gossiping, Arist.Rh.1384b5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de pers.
1 que revela secretos ajenos, murmurador ἐξαγγελτικοὶ δὲ οἵ τε ἠδικημένοι son dados a la murmuración los que han sufrido injusticia Arist.Rh.1384b7, cf. 11
subst. ὁ ἐ. Arist.Rh.1384b5.
2 que revela sus sentimientos, abierto, sincero περὶ τὸν λογισμὸν ἐλευθέριος καὶ ἐ. Dor.Ab.V.Dosith.7.
II en rel. c. fenóm. auditivos y lingüíst.
1 transmisor de la audición (ὁ τῆς ἀκοῆς πόρος) ἐ. δὲ μᾶλλον τῇ διανοίᾳ (el conducto auditivo) es mejor transmisor al pensamiento durante la noche, Arist.Pr.903a24.
2 capaz de expresar, significativo τὸ μὴ εὑρεῖν ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς ῥήμασι μηδεμίαν φωνὴν ἐξαγγελτικὴν τῆς ἐμφάσεως τῆς ἐνθεωρουμένης τῇ Ἑβραΐδι φωνῇ Gr.Nyss.Hom.in Cant.390.17
significativo, revelador a veces c. sent. casi místico, c. gen. τὰ τῶν πραγμάτων ἐξαγγελτικὰ ῥήματα Anon.Hier.Luc.2.55, ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικὰ τῆς ἰδιότητος αὐτῶν Procl.in Cra.p.72, τῆς θείας σιγῆς Dion.Ar.DN 4.1, dicho del Hijo ἐ. τῶν παρ' αὐτοῦ λαλουμένων Cyr.Al.M.75.320C
subst. τὸ ἐ. Gr.Naz.M.36.129A.
3 expresivo subst. τὸ ἐ. expresión, forma de expresión, interpretación dividida en «instrumental, vocal y escénica», Aristid.Quint.6.20, 21.

German (Pape)

[Seite 861] ή, όν, zum Verkündigen, Berichten geschickt, verrathend, Arist. rhet. 2, 6 probl. 11, 33 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
]enclin à bavarder.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαγγελτικός:
1 распространяющий вести или слухи: ἐξαγγελτικοὶ οἱ ἠδικημένοι Arst. пострадавшие любят рассказывать (о причиненных им несправедливостях);
2 сообщающий, уведомляющий: ἐ. τῇ διανοίᾳ Arst. (об органах чувств) доводящий до сознания.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγγελτικός: -ή, -όν, φέρων ἀγγελίαν, ὁ ἐξαγγέλλων, Ἀριστ. Προβλ. 11. 33, 4. 2) ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐξαγγέλλῃ, ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 6, 20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαγγελτικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος
νεοελλ.
μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» — το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα
αρχ.
1. αυτός που φέρνει αγγελία, είδηση, πληροφορία
2. (με γεν.) εκφραστικός («ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικά», Πρόκλ.)
3. συνεκδ. φλύαρος, κουτσομπόλης («ἐξαγγελτικοὶ οἱ κακολόγοι», Αριστοτ.).