ἐξιτός: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /> | |btext=ή, όν :<br />[[qui peut sortir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:23, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.
German (Pape)
[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².
Russian (Dvoretsky)
ἐξῐτός: adj. verb. к ἔξειμι II.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
Greek Monolingual
ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἐξῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of ἔξειμι εἶμι ibo]
to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.