ὑπεραής: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /> | |btext=ής, ές :<br />[[qui souffle avec violence]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, gen. έος, (ἄημι) blowing hard, ἄελλα Il.11.297.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερᾱής: дующий с высоты или неистово (ἄελλα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».
Greek Monolingual
-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσ-αής, εὐ-αής].
Greek Monotonic
ὑπερᾱής: -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.