παμβασιλεύς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />roi du monde entier, roi absolu.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[βασιλεύς]].
|btext=έως (ὁ) :<br />[[roi du monde entier]], [[roi absolu]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[βασιλεύς]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμβᾰσῐλεύς Medium diacritics: παμβασιλεύς Low diacritics: παμβασιλεύς Capitals: ΠΑΜΒΑΣΙΛΕΥΣ
Transliteration A: pambasileús Transliteration B: pambasileus Transliteration C: pamvasileys Beta Code: pambasileu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, absolute monarch, Alc.5, LXX Si.50.15 (17); of Hadrian, Epigr.Gr. 990.3 (Balbilla).

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
roi du monde entier, roi absolu.
Étymologie: πᾶν, βασιλεύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμβασιλεύς -έως, ὁ [πᾶς, βασιλεύς] almachtige koning.

Russian (Dvoretsky)

παμβᾰσῐλεύς: έως ὁ самодержавный царь, неограниченный владыка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παμβᾰσιλεύς: -έως, ὁ, ἀπόλυτος μονάρχης, παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ παμβασιλεύς, -έως)
προσωνυμία του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῖ», ΠΔ.)
(μνσ.-αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + βασιλεύς.

Greek Monotonic

παμβᾰσῐλεύς: -έως, ὁ, απόλυτος μονάρχης, σε Αριστ.

Middle Liddell

παμ-βᾰσῐλεύς, έως, ὁ,
an absolute monarch, Arist.