ἀργυραμοιβός: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />changeur, banquier.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], ἀμείβομαι.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[changeur]], [[banquier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], ἀμείβομαι.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρᾰμοιβός Medium diacritics: ἀργυραμοιβός Low diacritics: αργυραμοιβός Capitals: ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: argyramoibós Transliteration B: argyramoibos Transliteration C: argyramoivos Beta Code: a)rguramoibo/s

English (LSJ)

ὁ, money-changer, banker, Pl.Plt. 289e, Theoc.12.37, etc.: as adjective, ἀ. τιμή Maiist.32.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1el que cambia moneda, cambista νόμισμά τε πρὸς τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ πρὸς αὑτὸ διαμείβοντες, οὓς ἀργυραμοιβοὺς ... ἐπωνομάκαμεν Pl.Plt.289e, Ἰήονες Poll.3.84, 7.170, IEphesos 1302 (VI d.C.), Hsch., cf. Procop.Arc.25.12
peyor., de Judas Chr.Pat.278.
2 el que verifica la autenticidad de la moneda, contrastador χρυσὸν ὁποίῃ πεύθονται, μὴ φαῦλος, ἐτήτυμον ἀργυραμοιβοί Theoc.12.37, cf. Ph.1.395, Clem.Al.Strom.2.4.15.
II adj. propio del cambista τιμή Maiist.61, τράπεζα Man.3.99.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
changeur, banquier.
Étymologie: ἄργυρος, ἀμείβομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρᾰμοιβός:меняла, банкир Plat., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυρᾰμοιβός: ὁ, ὁ ἀνταλλάσσων νομίσματα, κολλυβιστής, Λατ. argentarius, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε, Θεόκρ. 12. 37· «ὁ κέρμα ἀντὶ ἀργυρίου ἀλλασσόμενος, ὁ τραπεζίτης, ὁ ἀργυροπράτης, κολλεκτάριος» Σουΐδ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (AM ἀργυραμοιβός)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα με κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + αμοιβός < αμείβω «παίρνω ή δίνω κάτι ως αντάλλαγμα»].

Greek Monotonic

ἀργῠρᾰμοιβός: ὁ (ἀμείβω), αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, τραπεζίτης, Λατ. argentarius, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ἄργυρος, ἀμείβω
a money-changer, banker, Lat. argentarius, Plat., Theocr., etc.