ἱπποβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor.</i> ἱπποβάτας;<br />ου (ὁ) :<br />qui va à cheval, cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βαίνω]].
|btext=<i>dor.</i> ἱπποβάτας;<br />ου (ὁ) :<br />[[qui va à cheval]], [[cavalier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβᾰ́της Medium diacritics: ἱπποβάτης Low diacritics: ιπποβάτης Capitals: ΙΠΠΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hippobátēs Transliteration B: hippobatēs Transliteration C: ippovatis Beta Code: i(ppoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A horseman, A.Pers.26 (anap.). II ἱπποβάτης ἵππος or ὄνος, stallion, Str.8.8.1, Hippiatr.14; cf. ἱπποβότης.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, 1) Rossebesteiger, Ritter, Aesch. Pers. 26. – 21 ὄνοι (vgl. ἐπιβήτωρ), Beschäler, Zuchthengst, Strab. 8, 8, 1 (Kramer ἱπποβάτοις).

French (Bailly abrégé)

dor. ἱπποβάτας;
ου (ὁ) :
qui va à cheval, cavalier.
Étymologie: ἵππος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποβάτης: ου (ᾰ) ὁ наездник, всадник Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 26. ΙΙ. ἱπποβ. ἵπποςὄνος, ὁ ἐπιβαίνων τῶν θηλειῶν, ἄλλως: ἐπιβήτωρ, Στράβ. 388. -ἱπποβατέω, ἐπιβαίνω τῶν θηλειῶν ἵππων, Cod. Par. 2322, fol. 57 vo.

Greek Monolingual

ἱπποβάτης, o (A)
1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος
2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῖς ἱπποβάτοις», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνοβάτης, τεθριπποβάτης.

Greek Monotonic

ἱπποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αναβάτης ίππων, καβαλάρης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἱππο-βᾰ́της, ου, βαίνω
a horseman, Aesch.