κατάμεμψις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, , $4.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />blâme, reproche, accusation.<br />'''Étymologie:''' [[καταμέμφομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[blâme]], [[reproche]], [[accusation]].<br />'''Étymologie:''' [[καταμέμφομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμεμψις Medium diacritics: κατάμεμψις Low diacritics: κατάμεμψις Capitals: ΚΑΤΑΜΕΜΨΙΣ
Transliteration A: katámempsis Transliteration B: katamempsis Transliteration C: katamempsis Beta Code: kata/memyis

English (LSJ)

εως, ἡ, blaming, finding fault with, κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75, cf. Plu.Mar.39; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Th.2.41, cf. J.AJ6.6.3.

German (Pape)

[Seite 1363] ἡ, Tadel, Vorwurf, Anklage, τινὶ ἔχειν, der ἀγανάκτησις entsprechend, Thuc. 2, 41; κατάμ. σφῶν αὐτῶν ἦν, sie klagten sich selbst an, 7, 75; Sp., wie D. Hal. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
blâme, reproche, accusation.
Étymologie: καταμέμφομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάμεμψις -εως, ἡ [καταμέμφομαι] kritiek, verwijt.

Russian (Dvoretsky)

κατάμεμψις: εως ἡ порицание, обвинение, упрек (ἑαυτοῦ Plut.): οὐκ ἔχει ἐμοὶ κατάμεμψιν Thuc. у меня нет оснований жаловаться; κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Thuc. они осыпали друг друга упреками.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεμψις: -εως, ἡ, ψόγος, κατηγορία, δυσαρέστησις, παράπονον, κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· οὔτε τῷ πολεμίῳ ἀγανάκτησιν ἔχει οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατ., δὲν παρέχει ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, ὁ αὐτ. 2. 41· μετάνοια γνώμης καὶ κατάμεμψις ἑαυτῶν Πλουτ. Μάρ. 39.

Greek Monolingual

κατάμεμψις, ἡ (Α) καταμέμφομω
κατηγορία, παράπονο.

Greek Monotonic

κατάμεμψις: -εως, ἡ, κατηγορία, ψόγος, σε Θουκ.· οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν, δεν του αφήνει έδαφος, περιθώρια για επίκριση, στον ίδ.

Middle Liddell

κατάμεμψις, εως [from καταμέμφομαι
a blaming, finding fault, Thuc.; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Thuc.