ὑπεραχθής: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />chargé outre mesure, surchargé, accablé.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄχθος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[chargé outre mesure]], [[surchargé]], [[accablé]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄχθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:53, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, A overburdened, Theoc.11.37. II very heavy, φόρτος Nic.Th.342; πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263.
German (Pape)
[Seite 1191] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé outre mesure, surchargé, accablé.
Étymologie: ὑπέρ, ἄχθος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραχθής: перегруженный, переполненный (ταρσοί Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραχθής: -ές, λίαν πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. βαρυφορτωμένος
2. πολύ βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ-αχθής, κατ-αχθής].
Greek Monotonic
ὑπεραχθής: -ές (ἄχθος), παραφορτωμένος, πολύ επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ὑπερ-αχθής, ές ἄχθος
overburdened, Theocr.