ὁλοσχέρεια: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />universalité, généralité, ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁλοσχερής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[universalité]], [[généralité]], [[ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁλοσχερής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, A general survey or estimate, Str.2.1.24, Corn.ND 20; καθ' ὁλοσχέρειαν in general terms, διαλέγεσθαι Phld.Rh.1.251 S.; κατὰ ὁλοσχέρειαν, opp. κατὰ μέρη, S.E.M.10.53. 2 lumpiness, solidity, Ruf. ap. Orib.8.24.34.
German (Pape)
[Seite 327] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Übersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; Gegensatz von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
universalité, généralité, ensemble.
Étymologie: ὁλοσχερής.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοσχέρεια: ἡ, ὁλικότης, κεφαλαιώδης ὑπολογισμός, Στράβ. 79.
Greek Monolingual
ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) ολοσχερής
1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός
2. στερεότητα
3. φρ. «καθ' ὁλοσχέρειαν»
α) σε γενικές γραμμές
β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη.
Greek Monotonic
ὁλοσχέρεια: ἡ, γενικού τύπου διερεύνηση ή συνυπολογισμός, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὁλοσχέρεια, ἡ,
a general survey or estimate, Strab. [from ὁλοσχερής