ἑρσήεις: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>et</i> [[ἐερσήεις]];<br />ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de rosée, baigné de rosée.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρση]] et [[ἐέρση]].
|btext=<i>et</i> [[ἐερσήεις]];<br />ήεσσα, ῆεν;<br />[[couvert de rosée]], [[baigné de rosée]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕρση]] et [[ἐέρση]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:20, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρσήεις Medium diacritics: ἑρσήεις Low diacritics: ερσήεις Capitals: ΕΡΣΗΕΙΣ
Transliteration A: hersḗeis Transliteration B: hersēeis Transliteration C: ersieis Beta Code: e(rsh/eis

English (LSJ)

Ep. ἐερσ- (Dor. ἑρσάεις Hymn.Is.167), εσσα, εν, dewy, λωτόν θ' ἑρσήεντα Il.14.348; λειμών AP9.668.3 (Marian.): metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται fresh, Il.24.419; νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι ib.757.

German (Pape)

[Seite 1035] εσσα, εν, ep. auch ἐερσήεις, thauig, bethaut, saftig, frisch, λωτός Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι 24, 757, οἷον ἐερσήεις κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; κύπειρος H. h. Merc. 107; λειμών Mar. Schol. 2 (IX, 668); οὔρεα Anyt. 8 (Plan. 231).

French (Bailly abrégé)

et ἐερσήεις;
ήεσσα, ῆεν;
couvert de rosée, baigné de rosée.
Étymologie: ἕρση et ἐέρση.

Russian (Dvoretsky)

ἑρσήεις: и ἐερσήεις, ήεσσα, ῆεν, gen. εντος
1 покрытый росой, росистый (λωτός Hom.; κύπειρος HH; λειμών Anth.);
2 словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρσήεις: Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, δροσερός, πλήρης δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, οἷον ἐερσήεις κεῖται, δροσερός, Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, αὐτόθι 757.

English (Autenrieth)

εσσα, ἐερσήεις (ϝέρση): dewy, fresh, Il. 14.348, Il. 24.419, 757.

Greek Monolingual

ἑρσήεις, -εσσα, -εν και επικ. τ. ἐερσήεις, -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) έρση
1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών»)
2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος.

Greek Monotonic

ἑρσήεις: Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, δροσερός, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για πτώμα, νέος, πρόσφατος, στο ίδ.

Middle Liddell

[from ἔρσα
dewy, dew-besprent, Il.: metaph. of a corpse, fresh, Il.