δυσμείλικτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου. | |mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[implacable]]=== | |||
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: [[onverzoenlijk]]; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: [[unversöhnlich]]; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: [[αμείλικτος]], [[αδυσώπητος]]; Ancient Greek: [[ἄθελκτος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἄλληκτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνάρσιος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀπρήϋντος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄσπειστος]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεργής]], [[δυσάρεστος]], [[δυσμείλικτος]]; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: [[implacabile]]; Latin: [[implacabilis]], [[implacabile]]; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: [[implacável]]; Romanian: implacabil; Russian: [[непримиримый]], [[неумолимый]], [[заклятый]]; Spanish: [[implacable]]; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий | |||
}} | }} |
Revision as of 21:09, 4 March 2023
English (LSJ)
ον, hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
•neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.
German (Pape)
[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.
Greek Monolingual
δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.
Translations
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий