συνερκτικός: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνερκτικός:''' досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερτικός]]). | |elrutext='''συνερκτικός:''' досл. [[припирающий к стене]], перен. [[убедительный]] (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερτικός]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:53, 7 March 2023
English (LSJ)
ή, όν, (συνέργω) of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to συνερτικός (συνείρω ΙΙ).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; sel.d'autres dont les raisonnements sont pressants.
Étymologie: συνέργω.
German (Pape)
ή, όν, vom Redner, die Beweise geschickt verbindend, συνερκτικὸς γάρ ἐστι καὶ περαντικός, Ar. Eq. 1375.
Russian (Dvoretsky)
συνερκτικός: досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - v.l. συνερτικός).
Greek (Liddell-Scott)
συνερκτικός: -ή, -όν, (συνέργω) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον ἐπιχείρημα, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. συνακτικός, συνεκτικός· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς (συνείρω ΙΙ).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. συνερτικός.
Greek Monotonic
συνερκτικός: -ή, -ὸν (συνέργω), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη γωνία» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει χωρίς επιχειρήματα· ισχυρός, πιεστικός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
συν-ερκτικός, ή, όν συνέργω
of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.