gierigheid: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(nlel) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[γλισχρότης]] | |nleltext=[[ἀκρίβεια]], [[ἀκριβείη]], [[ἀκριβολογία]], [[ἀμεταδοσία]], [[ἀνελευθερία]], [[ἀνελευθεριότης]], [[γλισχρία]], [[γλισχρότης]], [[εὐτέλεια]], [[εὐτελείη]], [[εὐτελίη]], [[κιμβεία]], [[κιμβικεία]], [[κιμβικία]], [[κινάβρα]], [[κνιπεία]], [[μικροδοσία]], [[μικρολογία]], [[σμικρολογία]], [[φειδωλία]], [[χήλευμα]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:19, 24 March 2023
Dutch > Greek
ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία, χήλευμα