ἐνρήγνυμι: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] (s. [[ῥήγνυμι]]), einreißen, einbrechen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] (s. [[ῥήγνυμι]]), [[einreißen]], [[einbrechen]], Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:07, 7 May 2023
English (LSJ)
A break into:—Pass., discharge itself into, ἐς ἔντερον Aret. SA1.10. II intr. in pf. part. Act. ἐνερρωγώς, υῖα, ός, broken, κλῖναι IG11(2).199B90 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐρρ- Gal.18(2).347, M.Ant.6.20, Hld.1.12.2
I tr. romper en o con c. dat., en v. pas. κεφαλὴν ... τοῖς ... λίθοις ἐνραγεῖσαν Lib.Or.1.216, σιδήρῳ τεθηγμένῳ ἐνρηγνύμενος Ast.Am.Hom.8.23.2, abs. (ναῦς) ἐρραγεῖσα Gal.l.c.
II intr.
1 en part. perf. act. estar roto ἐνερρωγυῖαι κλῖναι IG 11(2).199B.90 (III a.C.).
2 de un fluido descargarse dentro ἢν (τὸ πῦον) ... ἐς ἔντερον ἐνραγῇ Aret.SA 1.10.5 (cód.).
3 en v. med.-pas. chocar, entrechocarse τῇ κεφαλῇ ἐρραγεὶς πληγὴν ἐποίησεν M.Ant.l.c., (ἵπποι δ' αὖτε κύνες) ζωοῖσι ... αἰὲν ἐνερρήγνυντο Q.S.13.460, cf. 14.518.
4 fig., en v. med.-pas. estallar, explotar ὡς ὀργῆς εἶχον ἐρραγείς Hld.l.c.
German (Pape)
[Seite 851] (s. ῥήγνυμι), einreißen, einbrechen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνρήγνυμι: μέλλ. ἐνρήξω, ἐν παθ. φωνῇ, βίᾳ εἰσπίπτω, εἰσορμῶ, ἢν ἐς ἔντερον ἐνραγῇ (τὸ πῦον) Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 10˙ - ῥήγνυμαι κατά τινος, Ἰω. Χρύσ. τ. 6. 536.
Greek Monolingual
ἐνρήγνυμι (Α) ρήγνυμι
1. σπάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. ἐνρήγνυμαι
α) (για υγρό) εισχωρώ, αδειάζω ορμητικά μέσα σε κάτι
β) εκρήγνυμαι εναντίον κάποιου.