λωτοφάγος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λωτοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται με λωτούς<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Λωτοφάγοι</i><br />[[αρχαίος]] [[μυθικός]] [[ειρηνικός]] και [[φιλόξενος]] [[λαός]] που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, [[κάπου]] στην [[περιοχή]] της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική [[τροφή]] του τους καρπούς του δένδρου [[λωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- [[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Α [[λωτοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται με λωτούς<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Λωτοφάγοι</i><br />[[αρχαίος]] [[μυθικός]] [[ειρηνικός]] και [[φιλόξενος]] [[λαός]] που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, [[κάπου]] στην [[περιοχή]] της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική [[τροφή]] του τους καρπούς του δένδρου [[λωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- [[πρβλ]]. [[ἔφαγ]]-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis |
Latest revision as of 06:25, 8 May 2023
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit des fruits du lotus, càd de jujube ; οἱ Λωτοφάγοι les Lotophages, peuple de Cyrénaïque, sur la côte d'Afrique.
Étymologie: λωτός, φαγεῖν.
Greek Monolingual
ο (Α λωτοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με λωτούς
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι
αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική τροφή του τους καρπούς του δένδρου λωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω)].
Mantoulidis Etymological
(Λωτοφάγοι = εἰρηνικός λαός τῆς Κυρήνης). Σύνθετο ἀπ τό λωτός + φαγεῖν τοῦ τρώγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη λωτός.