μονόφυλος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόφυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατάγεται από ένα [[γένος]], από μία [[φυλή]], άμεικτος, φυλετικά [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φυλος</i>].
|mltxt=[[μονόφυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατάγεται από ένα [[γένος]], από μία [[φυλή]], άμεικτος, φυλετικά [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), [[πρβλ]]. [[ετερόφυλος]]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφῡλος Medium diacritics: μονόφυλος Low diacritics: μονόφυλος Capitals: ΜΟΝΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: monóphylos Transliteration B: monophylos Transliteration C: monofylos Beta Code: mono/fulos

English (LSJ)

ον, of one tribe, race, or kind, Opp.C.1.399.

German (Pape)

[Seite 206] aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῦλα μένειν μονόφυλα.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφῡλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, ἄμικτος, Ὀππ. Κυν. 1. 399.

Greek Monolingual

μονόφυλος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερόφυλος].