σημαντήρας: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[σημαντήρ]] -ῆρος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[πλωτήρας]] από [[έλασμα]] ή φελλό, αγκυροβολημένος με λεπτή [[αλυσίδα]] ή [[συρματόσχοινο]], για να επισημαίνει τη [[θέση]] αντικειμένου που βρίσκεται στον βυθό, την ύπαρξη επικίνδυνων για τη [[ναυτιλία]] σημείων ή τα [[σημεία]] εκκίνησης, στροφής και τερματισμού διαδρομής σε ιστιοπλοϊκά αθλήματα, κν. [[σημαδούρα]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[σηματοδότης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σημαντήρας]] ομίχλης»<br /><b>ναυτ.</b> [[σημαντήρας]] σε αβαθή ή βραχώδη [[σημεία]] ο [[οποίος]] εκπέμπει χαρακτηριστικά ηχητικά σήματα για την [[αποφυγή]] προσάραξης<br />β) «[[σημαντήρας]] αναλαμπών»<br /><b>ναυτ.</b> [[σημαντήρας]] που εκπέμπει φωτεινές αναλαμπές και [[είναι]] [[ορατός]] [[ημέρα]] και [[νύχτα]], αλλ. φωτοσημαντήρας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αφέτης]], αυτός που σημαίνει την [[εκκίνηση]] στο [[στάδιο]]<br /><b>2.</b> [[κήρυκας]], [[ιεροκήρυκας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σφραγιδόλιθος]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατευθύνει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] («κλήρου [[σημαντήρ]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀμυν</i>-<i>τήρ</i>, <i>λυμαν</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=ο / [[σημαντήρ]] -ῆρος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[πλωτήρας]] από [[έλασμα]] ή φελλό, αγκυροβολημένος με λεπτή [[αλυσίδα]] ή [[συρματόσχοινο]], για να επισημαίνει τη [[θέση]] αντικειμένου που βρίσκεται στον βυθό, την ύπαρξη επικίνδυνων για τη [[ναυτιλία]] σημείων ή τα [[σημεία]] εκκίνησης, στροφής και τερματισμού διαδρομής σε ιστιοπλοϊκά αθλήματα, κν. [[σημαδούρα]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[σηματοδότης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σημαντήρας]] ομίχλης»<br /><b>ναυτ.</b> [[σημαντήρας]] σε αβαθή ή βραχώδη [[σημεία]] ο [[οποίος]] εκπέμπει χαρακτηριστικά ηχητικά σήματα για την [[αποφυγή]] προσάραξης<br />β) «[[σημαντήρας]] αναλαμπών»<br /><b>ναυτ.</b> [[σημαντήρας]] που εκπέμπει φωτεινές αναλαμπές και [[είναι]] [[ορατός]] [[ημέρα]] και [[νύχτα]], αλλ. φωτοσημαντήρας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αφέτης]], αυτός που σημαίνει την [[εκκίνηση]] στο [[στάδιο]]<br /><b>2.</b> [[κήρυκας]], [[ιεροκήρυκας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σφραγιδόλιθος]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατευθύνει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] («κλήρου [[σημαντήρ]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀμυντήρ]], [[λυμαντήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο / σημαντήρ -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. πλωτήρας από έλασμα ή φελλό, αγκυροβολημένος με λεπτή αλυσίδα ή συρματόσχοινο, για να επισημαίνει τη θέση αντικειμένου που βρίσκεται στον βυθό, την ύπαρξη επικίνδυνων για τη ναυτιλία σημείων ή τα σημεία εκκίνησης, στροφής και τερματισμού διαδρομής σε ιστιοπλοϊκά αθλήματα, κν. σημαδούρα
2. τεχνολ. σηματοδότης
3. φρ. α) «σημαντήρας ομίχλης»
ναυτ. σημαντήρας σε αβαθή ή βραχώδη σημεία ο οποίος εκπέμπει χαρακτηριστικά ηχητικά σήματα για την αποφυγή προσάραξης
β) «σημαντήρας αναλαμπών»
ναυτ. σημαντήρας που εκπέμπει φωτεινές αναλαμπές και είναι ορατός ημέρα και νύχτα, αλλ. φωτοσημαντήρας
μσν.
1. ο αφέτης, αυτός που σημαίνει την εκκίνηση στο στάδιο
2. κήρυκας, ιεροκήρυκας
μσν.-αρχ.
1. σφραγιδόλιθος
2. σφραγίδα
3. αυτός που κατευθύνει κάποιον ή κάτι
αρχ.
ιδιοκτήτης («κλήρου σημαντήρ», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ἀμυντήρ, λυμαντήρ)].