νεάν: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεάν]], ὁ (ΑΜ)<br />[[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]], [[κατά]] τα [[ξυνός]]: [[ξυνάν]], [[μέγιστος]]: [[μεγιστάν]], [[εκτός]] αν πρόκειται για δωρ. τ. ( | |mltxt=[[νεάν]], ὁ (ΑΜ)<br />[[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]], [[κατά]] τα [[ξυνός]]: [[ξυνάν]], [[μέγιστος]]: [[μεγιστάν]], [[εκτός]] αν πρόκειται για δωρ. τ. ([[πρβλ]]. [[ἝλληνεςἙλλᾶνες]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 8 May 2023
English (LSJ)
ᾶνος, ὁ, = νέος, A.D.Adv. 160.8 (νεᾶν codd.), Suid.s.v. νεᾶνις, Eust.335.15; cf. ξυνάν.
German (Pape)
[Seite 234] ᾶνος, ὁ, = νέος, VLL., die μεγιστάν u. μέγιστος damit vergleichen, s. Lob. Phryn. 196.
Greek (Liddell-Scott)
νεάν: ᾶνος, ὁ, = νέος, ὡς τὸ ξυνὰν = ξυνός, μεγιστάν = μέγιστος, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 570, Σουΐδ., Εὐστ. 335. 15· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 196. Ἐντεῦθεν νεανίας, κτλ.
Greek Monolingual
νεάν, ὁ (ΑΜ)
νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. ἝλληνεςἙλλᾶνες)].