νυκτίφοιτος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτίφοιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> [[νυχτερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>), | |mltxt=[[νυκτίφοιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> [[νυχτερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ορείφοιτος]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:40, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, night-roaming, v.l. for foreg. in A.Pr.657; ν. δείματα Lyc. 225 (perhaps to be read in A.); θεός, of Artemis, Ant.Lib.15.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient la nuit.
Étymologie: νύξ, φοιτάω.
German (Pape)
= νυκτερόφοιτος; ὀνείρατα, Aesch. Prom. 660; Synes.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίφοιτος: (τῐ) приходящий ночью, ночной (φάσματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίφοιτος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιφερόμενος, ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. τοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 657, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει νυκτίφαντ’ ὀνείρατα· ἀλλ’ ἐπειδὴ ὀλίγον ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ὀνείρασι, ὁ Nauck νομίζει ὅτι ὁ Αἰσχύλ. ἔγραψε νυκτίφοιτα δείματα, - ἡ φράσις αὕτη ἀπαντᾷ ἐν Λυκόφρ. 225· πρβλ. καὶ νυκτίπλαγκτος.
Greek Monolingual
νυκτίφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορείφοιτος).
Greek Monotonic
νυκτίφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, σε Αισχύλ.