τύφλινος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(42)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και [[τυφλίνης]] και [[τύφλην]], Α<br /><b>ζωολ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό [[σκουλήκι]], του Typhlops vermicularis, του γένους [[τυφλώψ]], τυπικού [[εκπροσώπου]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] άποδης σαύρας, [[είδος]] σκίγκου, γνωστό και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] Νειλώϊος»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορακ</i>-<i>ίνος</i>, <i>κυπρ</i>-<i>ίνος</i>), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].
|mltxt=ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και [[τυφλίνης]] και [[τύφλην]], Α<br /><b>ζωολ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό [[σκουλήκι]], του Typhlops vermicularis, του γένους [[τυφλώψ]], τυπικού [[εκπροσώπου]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] άποδης σαύρας, [[είδος]] σκίγκου, γνωστό και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] Νειλώϊος»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[κορακίνος]], [[κυπρίνος]]), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].
}}
}}

Revision as of 10:40, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1165] od. τυφλῖνος, ὁ, eine Schlangenart, wie unsere Blindschleiche, Arist. H. A. 8, 24.

Greek Monolingual

ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α
ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, του Typhlops vermicularis, του γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου της οικογένειας τυφλωπίδες
νεοελλ.
λόγια ονομασία άποδης σαύρας, είδος σκίγκου, γνωστό και με την κοινή ονομασία κονάκι
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς Νειλώϊος»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακίνος, κυπρίνος), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].