χλωρο-: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο [[επίθετο]] [[χλωρός]] και εμφανίζει τις σημασίες του επιθέτου [[χλωρός]], [[δηλαδή]] τόσο τη [[σημασία]] του ωχρού, του πρασινωπού (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρό</i>-<i>πτιλος</i>, <i>χλωρο</i>-<i>φύλλη</i>) όσο και τη [[σημασία]] του φρέσκου, του νωπού (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρό</i>-<i>τομος</i>, <i>χλωρο</i>-<i>τύρι</i>), ενώ σε ορισμένα [[σύνθετα]] έχει τη [[σημασία]] της χλωρής βλάστησης, της χλόης (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρο</i>-[[φάγος]], <i>χλωρο</i>-[[φόρος]]). Ειδικότερα στη Νέα Ελληνική, το α' συνθετικό <i>χλωρ</i>(<i>ο</i>)- απαντά σε πολλούς, αντιδάνειους, επιστημονικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρο</i>-<i>φύλλη</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>chloro</i>-<i>phylle</i>) και ειδικότερα της χημ. ορολογίας, για να δηλώσει την [[παρουσία]] ενός ατόμου χλωρίου σε μια χημική [[ένωση]] (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρο</i>-[[φαινόλη]] <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>chloro</i>-<i>phenol</i>).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό <i>χλωρ</i>(<i>ο</i>)-: <b>αρχ.</b> [[χλωραύχην]], [[χλωροειδής]], [[χλωρόκομος]], [[χλωρομέλας]], [[χλωροποιός]], [[χλωρόπτιλος]], [[χλωρότομος]], [[χλωροφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χλωροφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χλωραιθάνιο]], [[χλωραιθέρας]], <i>χλωραιμία</i>, [[χλωραμίνη]], [[χλωραναιμία]], [[χλωρανθία]], [[χλωράσβεστος]], [[χλωρέγχυμα]], [[χλωροβενζόλιο]], [[χλωρόκλαδο]], [[χλωρομεθάνιο]], [[χλωρόξυλο]], [[χλωροπλάστης]], [[χλωροτύρι]], [[χλωρουραιμία]], [[χλωροφαινόλη]], <i>χλωροφανής</i>, [[χλωροφόρμιο]], [[χλωροφύλλη]], [[χλωρόφυτο]], [[χλωρυδρία]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο [[επίθετο]] [[χλωρός]] και εμφανίζει τις σημασίες του επιθέτου [[χλωρός]], [[δηλαδή]] τόσο τη [[σημασία]] του ωχρού, του πρασινωπού ([[πρβλ]]. [[χλωρόπτιλος]], [[χλωροφύλλη]]) όσο και τη [[σημασία]] του φρέσκου, του νωπού ([[πρβλ]]. [[χλωρότομος]], [[χλωροτύρι]]), ενώ σε ορισμένα [[σύνθετα]] έχει τη [[σημασία]] της χλωρής βλάστησης, της χλόης (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρο</i>-[[φάγος]], <i>χλωρο</i>-[[φόρος]]). Ειδικότερα στη Νέα Ελληνική, το α' συνθετικό <i>χλωρ</i>(<i>ο</i>)- απαντά σε πολλούς, αντιδάνειους, επιστημονικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρο</i>-<i>φύλλη</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>chloro</i>-<i>phylle</i>) και ειδικότερα της χημ. ορολογίας, για να δηλώσει την [[παρουσία]] ενός ατόμου χλωρίου σε μια χημική [[ένωση]] (<b>πρβλ.</b> <i>χλωρο</i>-[[φαινόλη]] <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>chloro</i>-<i>phenol</i>).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό <i>χλωρ</i>(<i>ο</i>)-: <b>αρχ.</b> [[χλωραύχην]], [[χλωροειδής]], [[χλωρόκομος]], [[χλωρομέλας]], [[χλωροποιός]], [[χλωρόπτιλος]], [[χλωρότομος]], [[χλωροφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χλωροφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χλωραιθάνιο]], [[χλωραιθέρας]], <i>χλωραιμία</i>, [[χλωραμίνη]], [[χλωραναιμία]], [[χλωρανθία]], [[χλωράσβεστος]], [[χλωρέγχυμα]], [[χλωροβενζόλιο]], [[χλωρόκλαδο]], [[χλωρομεθάνιο]], [[χλωρόξυλο]], [[χλωροπλάστης]], [[χλωροτύρι]], [[χλωρουραιμία]], [[χλωροφαινόλη]], <i>χλωροφανής</i>, [[χλωροφόρμιο]], [[χλωροφύλλη]], [[χλωρόφυτο]], [[χλωρυδρία]].
}}
}}

Revision as of 10:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

ΝΜΑ
α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες του επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία του ωχρού, του πρασινωπού (πρβλ. χλωρόπτιλος, χλωροφύλλη) όσο και τη σημασία του φρέσκου, του νωπού (πρβλ. χλωρότομος, χλωροτύρι), ενώ σε ορισμένα σύνθετα έχει τη σημασία της χλωρής βλάστησης, της χλόης (πρβλ. χλωρο-φάγος, χλωρο-φόρος). Ειδικότερα στη Νέα Ελληνική, το α' συνθετικό χλωρ(ο)- απαντά σε πολλούς, αντιδάνειους, επιστημονικούς όρους (πρβλ. χλωρο-φύλλη < γαλλ. chloro-phylle) και ειδικότερα της χημ. ορολογίας, για να δηλώσει την παρουσία ενός ατόμου χλωρίου σε μια χημική ένωση (πρβλ. χλωρο-φαινόλη < αγγλ. chloro-phenol).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό χλωρ(ο)-: αρχ. χλωραύχην, χλωροειδής, χλωρόκομος, χλωρομέλας, χλωροποιός, χλωρόπτιλος, χλωρότομος, χλωροφόρος
μσν.
χλωροφάγος
νεοελλ.
χλωραιθάνιο, χλωραιθέρας, χλωραιμία, χλωραμίνη, χλωραναιμία, χλωρανθία, χλωράσβεστος, χλωρέγχυμα, χλωροβενζόλιο, χλωρόκλαδο, χλωρομεθάνιο, χλωρόξυλο, χλωροπλάστης, χλωροτύρι, χλωρουραιμία, χλωροφαινόλη, χλωροφανής, χλωροφόρμιο, χλωροφύλλη, χλωρόφυτο, χλωρυδρία.