προσέλευση: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[προσέλευσις]], -εύσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έλευση]], [[άφιξη]]<br /><b>2.</b> [[ερχομός]], [[προσέγγιση]] (α. «η [[προσέλευση]] τών επισήμων στη [[δοξολογία]] καθυστέρησε λόγω της καταιγίδας» β. «η [[προσέλευση]] τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη [[νύχτα]]» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν... παθῶν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετά]] από [[πρόσκληση]] [[εμφάνιση]], [[παρουσίαση]] («η [[προσέλευση]] τών εφέδρων ολοκληρώθηκε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίθεση]], [[εισβολή]]<br /><b>2.</b> [[πρόσβαση]] σε αυτοκράτορα ως [[ικέτης]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[ικεσία]]<br /><b>4.</b> [[είσοδος]] («ἡ [[προσέλευσις]] τοῦ περιβόλου», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔλευσις]] «[[ερχομός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[έλευσις]])].
|mltxt=η / [[προσέλευσις]], -εύσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έλευση]], [[άφιξη]]<br /><b>2.</b> [[ερχομός]], [[προσέγγιση]] (α. «η [[προσέλευση]] τών επισήμων στη [[δοξολογία]] καθυστέρησε λόγω της καταιγίδας» β. «η [[προσέλευση]] τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη [[νύχτα]]» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν... παθῶν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετά]] από [[πρόσκληση]] [[εμφάνιση]], [[παρουσίαση]] («η [[προσέλευση]] τών εφέδρων ολοκληρώθηκε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίθεση]], [[εισβολή]]<br /><b>2.</b> [[πρόσβαση]] σε αυτοκράτορα ως [[ικέτης]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[ικεσία]]<br /><b>4.</b> [[είσοδος]] («ἡ [[προσέλευσις]] τοῦ περιβόλου», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔλευσις]] «[[ερχομός]]» ([[πρβλ]]. [[προέλευσις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:57, 8 May 2023

Greek Monolingual

η / προσέλευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
1. έλευση, άφιξη
2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω της καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν... παθῶν» Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
η μετά από πρόσκληση εμφάνιση, παρουσίαση («η προσέλευση τών εφέδρων ολοκληρώθηκε»)
αρχ.
1. επίθεση, εισβολή
2. πρόσβαση σε αυτοκράτορα ως ικέτης
3. παράκληση, ικεσία
4. είσοδος («ἡ προσέλευσις τοῦ περιβόλου», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. προέλευσις)].