μυάκανθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυάκανθος]], ὁ (Α)<br />το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-[[άκανθος]], <i>μυρτ</i>-[[άκανθος]]), [[επειδή]] τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].
|mltxt=[[μυάκανθος]], ὁ (Α)<br />το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθος]] ([[πρβλ]]. [[λευκάκανθος]], [[μυρτάκανθος]]), [[επειδή]] τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάκανθος Medium diacritics: μυάκανθος Low diacritics: μυάκανθος Capitals: ΜΥΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: myákanthos Transliteration B: myakanthos Transliteration C: myakanthos Beta Code: mua/kanqos

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ,
A myacanth, κεντρομυρσίνη (butcher's broom, Ruscus aculeatus), Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.
II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μυακάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.

Greek (Liddell-Scott)

μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.

Greek Monolingual

μυάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκάκανθος, μυρτάκανθος), επειδή τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].