πολύεργος: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολύεργος]]<br /><b>εντομολ.</b> [[ονομασία]] γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εργάζεται πολύ<br /><b>2.</b> ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, [[έντεχνος]] («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολύεργος]]<br /><b>εντομολ.</b> [[ονομασία]] γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εργάζεται πολύ<br /><b>2.</b> ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, [[έντεχνος]] («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[φίλεργος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:19, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A hardworking, ἀροτρεύς Nic.Th.4, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perhaps f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27. II Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.
German (Pape)
[Seite 662] von vieler Arbeit, viel arbeitend, mühsam, Theocr. 25, 27. – Auch worauf viel Arbeit verwendet ist, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 très laborieux, très diligent;
2 qui donne beaucoup de peine.
Étymologie: πολύς, ἔργον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύεργος -ον [πολύς, ἔργον] zeer arbeidzaam.
Russian (Dvoretsky)
πολύεργος: Theocr. = πολυεργής.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύεργος
εντομολ. ονομασία γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται πολύ
2. ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, έντεχνος («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλεργος].
Greek Monotonic
πολύεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που εργάζεται πολύ, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύεργος: -ον, ὁ πολὺ ἐργαζόμενος, Θεόκρ. 25. 27. ΙΙ. παθ., ὁ πολὺ εἰργασμένος, ἔντεχνος, Φίλων 1. 665.