πολύεργος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολύεργος]]<br /><b>εντομολ.</b> [[ονομασία]] γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εργάζεται πολύ<br /><b>2.</b> ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, [[έντεχνος]] («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φίλ</i>-<i>εργος</i>].
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολύεργος]]<br /><b>εντομολ.</b> [[ονομασία]] γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εργάζεται πολύ<br /><b>2.</b> ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, [[έντεχνος]] («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[φίλεργος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:19, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύεργος Medium diacritics: πολύεργος Low diacritics: πολύεργος Capitals: ΠΟΛΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: polýergos Transliteration B: polyergos Transliteration C: polyergos Beta Code: polu/ergos

English (LSJ)

ον, A hardworking, ἀροτρεύς Nic.Th.4, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perhaps f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27. II Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 662] von vieler Arbeit, viel arbeitend, mühsam, Theocr. 25, 27. – Auch worauf viel Arbeit verwendet ist, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très laborieux, très diligent;
2 qui donne beaucoup de peine.
Étymologie: πολύς, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύεργος -ον [πολύς, ἔργον] zeer arbeidzaam.

Russian (Dvoretsky)

πολύεργος: Theocr. = πολυεργής.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύεργος
εντομολ. ονομασία γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται πολύ
2. ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, έντεχνος («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλεργος].

Greek Monotonic

πολύεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που εργάζεται πολύ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύεργος: -ον, ὁ πολὺ ἐργαζόμενος, Θεόκρ. 25. 27. ΙΙ. παθ., ὁ πολὺ εἰργασμένος, ἔντεχνος, Φίλων 1. 665.

Middle Liddell

πολύ-εργος, ον, [*ἔργω
much-working, Theocr., Anth.