ὀρθοέπεια: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀρθοέπεια]])<br />η ορθή [[έκφραση]] του λόγου, η ορθή γλωσσική [[διατύπωση]] τών διανοημάτων, η [[τήρηση]] τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-<i>έπεια</i>].
|mltxt=η (Α [[ὀρθοέπεια]])<br />η ορθή [[έκφραση]] του λόγου, η ορθή γλωσσική [[διατύπωση]] τών διανοημάτων, η [[τήρηση]] τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), [[πρβλ]]. [[καλλιέπεια]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοέπεια Medium diacritics: ὀρθοέπεια Low diacritics: ορθοέπεια Capitals: ΟΡΘΟΕΠΕΙΑ
Transliteration A: orthoépeia Transliteration B: orthoepeia Transliteration C: orthoepeia Beta Code: o)rqoe/peia

English (LSJ)

ἡ, correctness of diction, Democr.20a, Pl.Phdr.267c, Phld.Rh.1.191 S., D.H.Dem.26, Quint.1.6.20.

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, die grade, richtige Aussprache (recta locutio, Quint. 1, 6); Plat. Phaedr. 267 c; D. Hal. de vi Dem. 26. Diese grammatische Lehre behandelte Protagoras, Spengel artium scriptores p. 40 ff.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langage ou style correct.
Étymologie: ὀρθός, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοέπεια:правильность речи, орфоэпия Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοέπεια: ἡ, ὀρθότης ὕφους, λεκτικοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C, πρβλ. Κοϊντιλ. 1. 6.

Greek Monolingual

η (Α ὀρθοέπεια)
η ορθή έκφραση του λόγου, η ορθή γλωσσική διατύπωση τών διανοημάτων, η τήρηση τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. καλλιέπεια].

Greek Monotonic

ὀρθοέπεια: ἡ (ἔπος), ορθότητα λόγου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀρθο-έπεια, ἡ, ἔπος
correctness of diction, Plat.