μελικός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελικός:''' [[μέλος]] II] сопровождаемый пением, мелический ([[ποίησις]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ мелический поэт, песенник Plut.
|elrutext='''μελικός:''' [[μέλος]] II] сопровождаемый пением, мелический ([[ποίησις]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[мелический поэт]], [[песенник]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:08, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐκός Medium diacritics: μελικός Low diacritics: μελικός Capitals: ΜΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: melikós Transliteration B: melikos Transliteration C: melikos Beta Code: meliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (μέλος B) lyric, ποίησις Plu.2.348b: μελικός, , lyric poet, of Pindar, ib.120c; τὸ μ. σχῆμα D.H. Comp.11. Adv. -κῶς lyrically, Sch.Ar. Av.209.

German (Pape)

[Seite 123] zum Gesange gehörig, mit Gesang begleitet, sangbar, Sp.; ὁ μελικός, der Lieder-, lyrische Dichter, Plut. consol. ad Apoll. p. 365; – μελικῶς, Schol. Ar. Av. 209.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le chant ; ὁ μελικός poète lyrique.
Étymologie: μέλος.

Russian (Dvoretsky)

μελικός: μέλος II] сопровождаемый пением, мелический (ποίησις Plut.).
IIмелический поэт, песенник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐκός: -ή, -όν, (μέλος ΙΙ) ὁ εἰς τὸ μέλος ἀνήκων, λυρικός, ποίησις Πλούτ. 2. 348Β· μελικός, ὁ, λυρικὸς ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν 2. 120C. Ἐπίρρ. -κῶς, λυρικῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 209.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελικός, -ή, -όν) μέλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός
ο λυρικός ποιητής
αρχ.
φρ. «μελικὸν σχῆμα» — η μορφή τών μελικών ποιημάτων, δηλαδή η σύνθεση κατά στροφές ή περιόδους.
επίρρ...
μελικῶς (Α)
με μέλος, με μελωδία, με μελικό ή λυρικό τρόπο, λυρικά.