ἀρχέτας: Difference between revisions
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρχέτας:''' <b class="num">II</b> adj. m княжеский ([[θρόνος]] Eur.).<br /><b class="num">[[ἀρχέτας|ἀρχέτᾱς]]:</b> ᾱ ὁ властитель, князь Eur. | |elrutext='''ἀρχέτας:''' <b class="num">II</b> adj. m княжеский ([[θρόνος]] Eur.).<br /><b class="num">[[ἀρχέτας|ἀρχέτᾱς]]:</b> ᾱ ὁ [[властитель]], [[князь]] Eur. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:15, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, Dor. for ἀρχέτης, leader, prince, E.El.1149: as adjective, ἀ. θρόνος princely throne, Id.Heracl.753.
Spanish (DGE)
(ἀρχέτᾱς) ὁ
dór.
1 caudillo, príncipe E.El.1149, Fr.773.57.
2 adj. real θρόνος E.Heracl.753.
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, dor. = ἀρχέτης, Führer, Herrscher, Eur. El. 1149; als adj., θρόνος, Herrscherthron, Heraclid. 753.
French (Bailly abrégé)
α (ὁ) :
1 commandant, chef;
2 adj. de chef, de roi, royal.
Étymologie: ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχέτας: II adj. m княжеский (θρόνος Eur.).
ἀρχέτᾱς: ᾱ ὁ властитель, князь Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέτας: ὁ, Δωρ. ἀντὶ ἀρχέτης, ἀρχηγός, ἡγεμών, Εὐρ. Ἠλ. 1149· ὡς ἐπίθ. ἀρχ. θρόνος, ἡγεμονικὸς θρόνος, Εὐρ. Ἡρακλ. 753.
Greek Monolingual
ἀρχέτας, ο δωρ. (Α)
1. ο αρχηγός, ο ηγέτης
2. ως επίθ. ο ηγεμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω ή αρχός ή αρχή].
Greek Monotonic
ἀρχέτας: ὁ, Δωρ. αντί ἀρχέτης, οδηγός, αρχηγός, ηγεμόνας, σε Ευρ.· ως επίθ., ἀρχ. θρόνος, ηγεμονικός θρόνος, στον ίδ.