πολύρραφος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύρραφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ραφές<br /><b>2.</b> καλοραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πολύρραφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ραφές<br /><b>2.</b> καλοραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]]), [[πρβλ]]. [[υπόρραφος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:00, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, = πολύρραπτος (much-sewn, well-stitched), πόρπαξ S. Aj. 575.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cousu fortement ou en plusieurs endroits.
Étymologie: πολύς, ῥάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρραφος -ον [πολύς, ῥάπτω] goed genaaid:. π. πόρπαξ stevig bevestigde draagriem Soph. Ai. 575.
German (Pape)
vielfach zusammengenäht, πόρπαξ, Soph. Aj. 572.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρᾰφος: много раз сшитый, т. е. крепко прошитый (πόρπαξ Soph.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύρραφος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές ραφές
2. καλοραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρραφος (< ῥαφή), πρβλ. υπόρραφος)].
Greek Monotonic
πολύρρᾰφος: -ον (ῥάπτω), καλορραμένος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρᾰφος: -ον, (ῥάπτω) ὁ πολλὰς ῥαφὰς ἔχων, ὁ καλῶς ἐρραμμένος, (πρβλ. πολύκεστος), Σοφ. Αἴ. 575· ― οὕτω, πολύρραπτος, ον, Θεόκρ. 25. 265· καὶ -ρᾰφής, ές, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 38.
Middle Liddell
πολύρ-ρᾰφος, ον, ῥάπτω
well-stitched, Soph., Theocr.