ποταμηδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[ποτάμι]], άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν [[βλέπω]], χύνονται [[ποταμηδόν]] [[τριγύρω]] μου» Κάλβ.<br />β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[ποτάμι]], άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν [[βλέπω]], χύνονται [[ποταμηδόν]] [[τριγύρω]] μου» Κάλβ.<br />β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. [[βαθμηδόν]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηδόν Medium diacritics: ποταμηδόν Low diacritics: ποταμηδόν Capitals: ΠΟΤΑΜΗΔΟΝ
Transliteration A: potamēdón Transliteration B: potamēdon Transliteration C: potamidon Beta Code: potamhdo/n

English (LSJ)

Adv. like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.

Middle Liddell

ποταμός
adv. like a river, Luc.