σηκίς: Difference between revisions
τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[υπηρέτρια]] οικίας που [[είναι]] επιφορτισμένη με διάφορα καθήκοντα, [[οικονόμος]] («τὴν θύραν ἀνέωξεν ἡ σηκὶς [[λάθρα]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[κοιτώνας]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[υπηρέτρια]] οικίας που [[είναι]] επιφορτισμένη με διάφορα καθήκοντα, [[οικονόμος]] («τὴν θύραν ἀνέωξεν ἡ σηκὶς [[λάθρα]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[κοιτώνας]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[θεραπαινίς]]) [[είτε]] [[επειδή]] ανατράφηκε στο [[σπίτι]] [[είτε]] [[επειδή]] φυλάγει το [[σπίτι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:10, 11 May 2023
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (σηκός) female house-slave, housekeeper, Ar.V.768, Pherecr.10 (where however it seems to be a pr. n.), cf. Poll.3.76, Phot.
German (Pape)
[Seite 873] ίδος, ἡ, Sklavinn zum häuslichen Dienste, Ausgeberinn, Schließerinn; Ar. Vesp. 768, wo der Schol. erkl. ἡ κατ' οἶκον θεράπαινα; vgl. Pherecr. bei Ath. VI, 263 b.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
servante pour l'intérieur de la maison, bonne.
Étymologie: σηκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηκίς -ίδος, ἡ [σηκός] huisslavin.
Russian (Dvoretsky)
σηκίς: ίδος ἡ служанка, ключница Arph.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
υπηρέτρια οικίας που είναι επιφορτισμένη με διάφορα καθήκοντα, οικονόμος («τὴν θύραν ἀνέωξεν ἡ σηκὶς λάθρα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κοιτώνας» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θεραπαινίς) είτε επειδή ανατράφηκε στο σπίτι είτε επειδή φυλάγει το σπίτι].
Greek Monotonic
σηκίς: -ίδος, ἡ (σηκός), οικονόμος του σπιτιού, θυρωρός, υπηρέτρια, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σηκίς: -ίδος, ἡ, (σηκὸς) δούλη τῆς οἰκίας, οἰκοφύλαξ, οἰκονόμος, κλειδοῦχος, θυρωρός, Ἀριστοφ. Σφ. 768, Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 1· πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 76, Φώτ., Ἡσύχ.
Middle Liddell
σηκίς, ίδος, ἡ, σηκός
a housekeeper, porteress, Ar.