σιμβλήϊος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. [[σιμβληΐς]], Α<br />αυτός που γίνεται [[μέσα]] στον σίμβλο, στην [[κυψέλη]] («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το [[μέλι]], Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίμβλος]] «[[κυψέλη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμ</i>-<i>ήϊος</i>)].
|mltxt=-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. [[σιμβληΐς]], Α<br />αυτός που γίνεται [[μέσα]] στον σίμβλο, στην [[κυψέλη]] («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το [[μέλι]], Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίμβλος]] «[[κυψέλη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[πολεμήϊος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σιμβλήϊος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[κυψέλη]] των [[μελισσών]]· θηλ. σιμβληίς, <i>-[[ίδος]]</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''σιμβλήϊος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[κυψέλη]] των [[μελισσών]]· θηλ. σιμβληίς, <i>-[[ίδος]]</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 16:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιμβλήϊος Medium diacritics: σιμβλήϊος Low diacritics: σιμβλήϊος Capitals: ΣΙΜΒΛΗΪΟΣ
Transliteration A: simblḗïos Transliteration B: simblēios Transliteration C: simvliios Beta Code: simblh/i+os

English (LSJ)

η, ον, of or from the hive, σ. ἔργα μελισσέων honey, A.R.3.1036:— pecul. fem. σιμβληΐς, ΐδος, πέτρη σ. a hole in a rock used by bees as a hive, Id.1.880; also σιμβληΐδες μέλισσαι AP9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in Hsch. (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 882] p. = σίμβλιος, dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de ruche.
Étymologie: σίμβλος.

Greek Monolingual

-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Α
αυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το μέλι, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].

Greek Monotonic

σιμβλήϊος: -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την κυψέλη των μελισσών· θηλ. σιμβληίς, -ίδος, σε Ανθ.