τραχηλιαῖος: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τραχηλιαῖος]], -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον τράχηλο, [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχηλιαῖον</i><br />το [[μέρος]] [[γύρω]] από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο / [[τραχηλιαῖος]], -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον τράχηλο, [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχηλιαῖον</i><br />το [[μέρος]] [[γύρω]] από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νεφριαίος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:35, 11 May 2023
English (LSJ)
α, ον, of, on, or from the neck, Hippiatr.92, Hsch. s.v. κόλλαπες, Eust.1915.13; perhaps to be restored for τραχηλιμαῖος in Str.2.5.27, 16.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ μέρος τοῦ τραχήλου, «κόλλοψ τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, ἤγουν ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον οὕτως ἀντὶ τραχηλιμαῖος παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.
Greek Monolingual
-α, -ο / τραχηλιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον
το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφριαίος)].
Greek Monotonic
τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, μέρος του τραχήλου, σε Στράβ.
Middle Liddell
τρᾰχηλιαῖος, η, ον
of, on, or from the neck, Strab.
German (Pape)
vom, am Halse, ihn betreffend, Sp.; die Form τραχηλιμαῖος bei Strab. ist zweifelhaft.