φλόγεος: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έα, -ον, ΜΑ<br />αυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, [[φλογερός]] («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που λάμπει σαν τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> [[ερυθρός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρύσ</i>-<i>εος</i>)].
|mltxt=-έα, -ον, ΜΑ<br />αυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, [[φλογερός]] («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που λάμπει σαν τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> [[ερυθρός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[χρύσεος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:46, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλόγεος Medium diacritics: φλόγεος Low diacritics: φλόγεος Capitals: ΦΛΟΓΕΟΣ
Transliteration A: phlógeos Transliteration B: phlogeos Transliteration C: flogeos Beta Code: flo/geos

English (LSJ)

α, ον, (φλόξ) A bright as fire, ὄχεα Il.5.745, 8.389. 2 burning, flaming, πυρὸς αὐγαί E.Hec.1104 (lyr.); φλογέας δαλοῖσι χέρας Id.Tr.1257 (lyr.); λαμπάδες Ar.Ra.340 (lyr.). 3 inflamed, red, φλόγεαι, = ἐρυθραί, dub. in Hp. ap. Gal.19.152; v. φλόγιος.

German (Pape)

[Seite 1292] brennend, leuchtend, glänzend; ὄχεα, von Gold oder andern Metallen, Il. 5, 745. 8, 389; Eur. Hec. 1103 Troad. 1257; λαμπάδες Ar. Ran. 340; sp. D., wie Nic., Opp.

French (Bailly abrégé)

έα, εον;
c. φλογερός.
Étymologie: φλόξ.

Russian (Dvoretsky)

φλόγεος: φλόξ
1 горящий, пылающий (λαμπάδες Arph.): φλόγεαι δαλοῖσι χεῖρες Eur. руки, держащие зажженные факелы;
2 горящий как жар, сверкающий (ὄχεα Hom.; πυρὸς αὐγαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

φλόγεος: -α, -ον, φλογερός, ὄχεα Ἰλ. Ε. 745, Θ. 389· πυρὸς αὐγαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1104· χέρας φλογέας δαλοῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1257· λαμπάδες Ἀριστοφ. Βάτρ. 340. 2) πεφλογισμένος, φλογώδης, ἐρυθρός, Foës. Oec. Hipp.

English (Autenrieth)

(φλόξ): flaming, gleaming, Il. 5.745 and Il. 8.389.

Greek Monolingual

-έα, -ον, ΜΑ
αυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, φλογερός («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», Ευρ.)
αρχ.
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά
2. ερυθρός
3. μτφ. (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσεος)].

Greek Monotonic

φλόγεος: -α, -ον (φλόξ), φλογερός, φλεγόμενος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Middle Liddell

φλόγεος, η, ον φλόξ
burning, flaming, Il., Eur.