φουστανέλα: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική [[φούστα]], βασικό [[εξάρτημα]] της εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς<br /><b>2.</b> η [[φούστα]] τών ευζώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φουστάνι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έλα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιατ</i>-<i>έλα</i>) ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>fustana</i>, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>fustanella</i>].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική [[φούστα]], βασικό [[εξάρτημα]] της εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς<br /><b>2.</b> η [[φούστα]] τών ευζώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φουστάνι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έλα</i> ([[πρβλ]]. [[πιατέλα]]) ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>fustana</i>, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>fustanella</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα της εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς
2. η φούστα τών ευζώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. -έλα (πρβλ. πιατέλα) ή, κατ' άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. fustanella].