χαλκοκορυστής: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />οπλισμένος με χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἱππο</i>-<i>κορυσ</i>-<i>της</i>). Ο [[σχηματισμός]] του τ. με κατάλ. -<i>της</i> [[αντί]] του αναμενόμενου <i>χαλκό</i>-<i>κορυς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>κορυς</i>) για μετρικούς λόγους].
|mltxt=ὁ, Α<br />οπλισμένος με χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἱππο</i>-<i>κορυσ</i>-<i>της</i>). Ο [[σχηματισμός]] του τ. με κατάλ. -<i>της</i> [[αντί]] του αναμενόμενου <i>χαλκό</i>-<i>κορυς</i> ([[πρβλ]]. [[τρίκορυς]]) για μετρικούς λόγους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:52, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοκορυστής Medium diacritics: χαλκοκορυστής Low diacritics: χαλκοκορυστής Capitals: ΧΑΛΚΟΚΟΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: chalkokorystḗs Transliteration B: chalkokorystēs Transliteration C: chalkokorystis Beta Code: xalkokorusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, bronze-armed, equipped with bronze, Il. 5.699, 6.199,398, al.; ὅμιλος Pi.Pae.6.108.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, mit oder in eherner Rüstung, Il. 5, 699 u. oft.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
couvert d'une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, κορύσσω.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοκορυστής: οῦ adj. m одетый в медные доспехи (Ἓκτωρ Hom.; Ἄρης HH; Μέμνων Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, ὡπλισμένος διὰ χαλκοῦ, Ἰλ. Ε. 699 Ζ. 199, 398, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἱπποκορυστής.

English (Autenrieth)

(κορύσσω): in bronze armor, brazen-clad. (Il.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κόρυς «περικεφαλαία» + κατάλ. -της (πρβλ. ἱππο-κορυσ-της). Ο σχηματισμός του τ. με κατάλ. -της αντί του αναμενόμενου χαλκό-κορυς (πρβλ. τρίκορυς) για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος ή εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλκο-κορυστής, οῦ, ὁ,
armed or equipt with brass, Il.