ὀξύμωρος: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύμωρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] έντονο τρόπο [[φαινόμενος]] [[μωρός]], ο φαινομενικά [[ανόητος]], [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οξύμωρο [[σχήμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την [[άλλη]] φαινομενικά, [[αλλά]] εκφράζουν στην [[ουσία]] τους [[κάτι]] το [[λογικό]], όπως λ.χ. <i>σπεύδε βραδέως</i>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οξυμώρως</i><br />με οξύμωρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μωρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δριμύ</i>-<i>μωρος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύμωρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] έντονο τρόπο [[φαινόμενος]] [[μωρός]], ο φαινομενικά [[ανόητος]], [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οξύμωρο [[σχήμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την [[άλλη]] φαινομενικά, [[αλλά]] εκφράζουν στην [[ουσία]] τους [[κάτι]] το [[λογικό]], όπως λ.χ. <i>σπεύδε βραδέως</i>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οξυμώρως</i><br />με οξύμωρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μωρός]] ([[πρβλ]]. [[δριμύμωρος]])].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀξύς]] + [[μωρός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὀξύς]].
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀξύς]] + [[μωρός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὀξύς]].
}}
}}

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠ́μωρος Medium diacritics: ὀξύμωρος Low diacritics: οξύμωρος Capitals: ΟΞΥΜΩΡΟΣ
Transliteration A: oxýmōros Transliteration B: oxymōros Transliteration C: oksymoros Beta Code: o)cu/mwros

English (LSJ)

ον, pointedly foolish : τὸ ὀξύμωρον = oxymoron a witty saying, the more pointed from being paradoxical or seemingly absurd, such as insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Serv.ad Verg.A.7.295, etc.

German (Pape)

[Seite 353] spitzdumm, τὸ ὀξύμωρον, ein spitzfindiger, witziger Gedanke, dessen Ausdruck beim ersten Anblick einfältig erscheint, bes. die witzige Verbindung zweier sich scheinbar widersprechender Begriffe, wie concordia discors u. a., Gramm. u. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύμωρος: -ον, ὁ κατ’ ὀξὺν τρόπον μωρός· ― τὸ ὀξύμωρον, λόγος εὐφυὴς ὀξύτερος γινόμενος καθ’ ὅσον φαίνεται ἀνόητοςπαράδοξος, οἷα τὰ παρὰ Λατίνοις insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Γραμμ. ― Κατὰ Ζηκίδην (ἐν Λεξ. Χρηστ.) «ὀξύμωρον σχῆμα τὸ συνιστάμενον ἐκ τῆς ἑνώσεως δύο ἀντιφατικῶν ἐννοιῶν ὡς «σπεῦδε βραδέως», καὶ τὸ δημῶδες «μέσα ’ς τὰ χιόνια καίομαι καὶ ’ς τὴ φωτιὰ μαργώνω».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύμωρος, -ον)
1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής
2. φρ. «οξύμωρο σχήμα»
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη φαινομενικά, αλλά εκφράζουν στην ουσία τους κάτι το λογικό, όπως λ.χ. σπεύδε βραδέως.
επίρρ...
οξυμώρως
με οξύμωρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μωρός (πρβλ. δριμύμωρος)].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀξύς + μωρός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς.