κακοθημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοθημοσύνη]], ἡ (Α)<br />[[αταξία]], κακή [[διάταξη]] ή [[ρύθμιση]] πραγμάτων ή υποθέσεων («[[εὐθημοσύνη]] γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, [[κακοθημοσύνη]] δὲ κακίστη», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακοθήμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]] -<i>θη</i>- του [[τίθημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>θημοσύνη</i>)].
|mltxt=[[κακοθημοσύνη]], ἡ (Α)<br />[[αταξία]], κακή [[διάταξη]] ή [[ρύθμιση]] πραγμάτων ή υποθέσεων («[[εὐθημοσύνη]] γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, [[κακοθημοσύνη]] δὲ κακίστη», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακοθήμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]] -<i>θη</i>- του [[τίθημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. [[ευθημοσύνη]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθημοσύνη Medium diacritics: κακοθημοσύνη Low diacritics: κακοθημοσύνη Capitals: ΚΑΚΟΘΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kakothēmosýnē Transliteration B: kakothēmosynē Transliteration C: kakothimosyni Beta Code: kakoqhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, disorderliness, Hes.Op.472.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, Unordentlichkeit, Gegensatz εὐθημοσύνη, Hes. O. 474.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
désordre, trouble.
Étymologie: κακός, τίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθημοσύνη -ης, ἡ [κακός, τίθημι] slecht beheer.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθημοσύνη:беспорядочность, неразбериха Hes.

Greek Monolingual

κακοθημοσύνη, ἡ (Α)
αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοθήμων < κακ(ο)- + ρίζα -θη- του τίθημι + επίθημα -μων (πρβλ. ευθημοσύνη)].

Greek Monotonic

κᾰκοθημοσύνη: ἡ (τί-θημι), αταξία, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθημοσύνη: ἡ, τὸ κακῶς διατίθεσθαί τινα τὰ ἑαυτοῦ, ἀταξία, ἀντίθετον τῷ εὐθυμοσύνη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 470.

Middle Liddell

κᾰκο-θημοσύνη, ἡ, τίθημι
disorderliness, Hes.