χρόμις: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. [[χρόμις]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψάρι]] [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χρομ</i> της ρίζας του ρ. [[χρεμετίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. [[χρόμις]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψάρι]] [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χρομ</i> της ρίζας του ρ. [[χρεμετίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[ὄφις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 13 May 2023
English (LSJ)
ιος, ὁ (ἡ in Ael.NA9.7), a sea-fish like σκίαινα, perhaps Umbrina cirrhosa, Anan.5.1 (χρόμιος), Epich.58 (χρόμιος or -ίας codd.Ath.), Arist.HA534a9 (v.l. χρέμις), Numen. ap. Ath.7.295b; cf. χρέμυς.
German (Pape)
[Seite 1377] ὁ, ein Meerfisch, weil er einen knarrenden Laut von sich gegeben haben soll (vgl. die Vorigen und χρέμω); Numen. u. Archestr. bei Ath. VII, 328 a; Arist. H. A. 4, 8.
Russian (Dvoretsky)
χρόμις: ιος ὁ хромий (род морской рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
χρόμις: -ιος, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴσως = χρέμψ, Ἀνάνιος 1, Ἐπίχαρμ. 29 Ahr., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι πολλαὶ διάφ. γραφαί.
Greek Monolingual
-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χρόμις, ἡ, Α
νεοελλ.
παλαιότερη λόγια ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων
αρχ.
το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία ψάρι μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ της ρίζας του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ις (πρβλ. ὄφις)].