μονοπάτι: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[μονοπάτιον]], Μ και μονοπάτιν και μονόπατον)<br />στενό και δύσβατο [[δρομάκι]] στο ύπαιθρο ή σε ορεινή [[περιοχή]], σχηματισμένο από τη συχνή [[διάβαση]], στο οποίο μπορεί να βαδίζει [[ένας]] μόνο [[άνθρωπος]] ή ένα ζώο, [[ατραπός]] («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ μονοπάτια μὴ ἀποκλειέτωσαν», Λέων. <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «το καλό το [[παλικάρι]] ξέρει κι [[άλλο]] [[μονοπάτι]]» — λέγεται για περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες παρακάμπτεται ένα [[εμπόδιο]] και επινοείται [[τρόπος]] για να διεκπεραιωθεί μια [[υπόθεση]] ή να επιλυθεί ένα [[πρόβλημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[διάβαση]], [[πόρος]] από ένα αγροτικό [[κτήμα]] σε [[άλλο]], [[δουλεία]] διαβάσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάτι</i>(<i>ον</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>πατῶ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[μονοπάτιον]], Μ και μονοπάτιν και μονόπατον)<br />στενό και δύσβατο [[δρομάκι]] στο ύπαιθρο ή σε ορεινή [[περιοχή]], σχηματισμένο από τη συχνή [[διάβαση]], στο οποίο μπορεί να βαδίζει [[ένας]] μόνο [[άνθρωπος]] ή ένα ζώο, [[ατραπός]] («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ μονοπάτια μὴ ἀποκλειέτωσαν», Λέων. <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «το καλό το [[παλικάρι]] ξέρει κι [[άλλο]] [[μονοπάτι]]» — λέγεται για περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες παρακάμπτεται ένα [[εμπόδιο]] και επινοείται [[τρόπος]] για να διεκπεραιωθεί μια [[υπόθεση]] ή να επιλυθεί ένα [[πρόβλημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[διάβαση]], [[πόρος]] από ένα αγροτικό [[κτήμα]] σε [[άλλο]], [[δουλεία]] διαβάσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάτι</i>(<i>ον</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>πατῶ</i> ([[πρβλ]]. [[σκαλοπάτι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 13 May 2023
Greek Monolingual
το (ΑΜ μονοπάτιον, Μ και μονοπάτιν και μονόπατον)
στενό και δύσβατο δρομάκι στο ύπαιθρο ή σε ορεινή περιοχή, σχηματισμένο από τη συχνή διάβαση, στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ένα ζώο, ατραπός («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ μονοπάτια μὴ ἀποκλειέτωσαν», Λέων. Σοφ.)
νεοελλ.
παροιμ. «το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι» — λέγεται για περιπτώσεις κατά τις οποίες παρακάμπτεται ένα εμπόδιο και επινοείται τρόπος για να διεκπεραιωθεί μια υπόθεση ή να επιλυθεί ένα πρόβλημα
μσν.
(νομ.) διάβαση, πόρος από ένα αγροτικό κτήμα σε άλλο, δουλεία διαβάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάτι(ον) < πατῶ (πρβλ. σκαλοπάτι)].