ομόσπονδος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσπονδος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κράτη) αυτός που αποτελεί [[ομοσπονδία]] με κάποιον [[άλλο]], που αποτελεί [[τμήμα]] μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε σπονδές<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, [[σύμμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]] (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σπονδος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσπονδος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κράτη) αυτός που αποτελεί [[ομοσπονδία]] με κάποιον [[άλλο]], που αποτελεί [[τμήμα]] μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε σπονδές<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, [[σύμμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]] ([[πρβλ]]. [[παράσπονδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 16 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσπονδος, -ον)
νεοελλ.
(για κράτη) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία με κάποιον άλλο, που αποτελεί τμήμα μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει σε σπονδές
2. αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σπονδή (πρβλ. παράσπονδος)].