ἔνθερμος: Difference between revisions
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthermos | |Transliteration C=enthermos | ||
|Beta Code=e)/nqermos | |Beta Code=e)/nqermos | ||
|Definition= | |Definition=ἔνθερμον,<br><span class="bld">A</span> [[hot]], [[φύσις]] Hp.Epid.6.4.13; [[αἷμα]] Arist.Pr.898a6; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Λιβύη Plu.2.951f.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[passionate]], [[μειράκιον]] prob. in Com.Adesp.24.10D.; [[hot]], [[fervid]], [[διάνοια]] Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἔνθερμον,
A hot, φύσις Hp.Epid.6.4.13; αἷμα Arist.Pr.898a6; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Λιβύη Plu.2.951f.
2 metaph., passionate, μειράκιον prob. in Com.Adesp.24.10D.; hot, fervid, διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1medic. y fil. que encierra calor, constitutiva o naturalmente cálido, caliente φύσις Hp.Epid.6.4.13, 18, φλέβιον Hp.Epid.6.6.1, αἷμα Arist.Pr.898a6, ὁ ἐμψυχρότερος ἐν ψυχρῇ χώρῃ ... ἐνθερμότερος ἔσται el que es de naturaleza más bien fría estará más caliente en un lugar frío Hp.Epid.6.6.2, cf. 6.5.15, πυροὶ καὶ κριθαὶ νοτερὰ ἐόντα ... ἐνθερμότερά ἐστιν ἢ εἰ ξηρὰ εἴη Hp.Nat.Puer.24, en las teorías estoicas del alma πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.Stoic.3.251, ψυχή Plu.2.432e, del fuego, Ph.1.462.
2 caluroso, cálido climáticamente Λιβύη Plu.2.951e, χωρία Plu.2.701a, ἡμέραι Gp.8.23.1.
3 fig. ardiente, ardoroso, apasionado διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, λόγος Ph.1.144, en el amor μειράκιον Com.Adesp.1006.9 (cj.), en la guerra, de los nacidos bajo el signo de Ares, Vett.Val.16.33
•neutr. subst. τὸ ἔνθερμον = ardor, apasionamiento τῆς ἐπιθυμίας Gr.Nyss.Beat.117.14, τῆς ἀγάπης Nil.in Cant.81.1.
II adv. ἐνθέρμως = con ardor guerrero, Eust.593.1.
German (Pape)
[Seite 842] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très chaud.
Étymologie: ἐν, θερμός.
Russian (Dvoretsky)
ἔνθερμος:
1 горячий, теплый (αἷμα Arst.);
2 жаркий (χωρία Plut.);
3 пламенный, пылкий (διάνοια Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθερμος: -ον, θερμός, ζεστός, Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., πλήρης θερμότητος, θερμουργός, διάνοια Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνθερμος, -ον)
1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής
2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος
3. εμπαθής, παράφορος.
επίρρ...
ἐνθέρμως
θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος.