ὑπόλειμμα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoleimma | |Transliteration C=ypoleimma | ||
|Beta Code=u(po/leimma | |Beta Code=u(po/leimma | ||
|Definition=ατος, τό, [[remnant]], [[remainder]], Hp.''Prorrh.''2.42, Arist. ''HA''559b21, ''GA''744b15,31, Thphr.''CP''1.11.3, al., [[LXX]] ''4 Ki.''21.14, al. | |Definition=-ατος, τό, [[remnant]], [[remainder]], Hp.''Prorrh.''2.42, Arist. ''HA''559b21, ''GA''744b15,31, Thphr.''CP''1.11.3, al., [[LXX]] ''4 Ki.''21.14, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, remnant, remainder, Hp.Prorrh.2.42, Arist. HA559b21, GA744b15,31, Thphr.CP1.11.3, al., LXX 4 Ki.21.14, al.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, Überbleibsel; Theophr.; Plut. Pomp. 16.
French (New Testament)
ατος (τὸ) reste, résidu
ὑπολείπω
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλειμμα: ατος τό остаток (τῆς τροφῆς Arst.): ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. остатки (разгромленных) политических группировок.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλειμμα: τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «ἀπομεινάρι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ.
Greek Monolingual
το / ὑπόλειμμα, -είμματος, ΝΜΑ ὑπολείπω
καθετί που μένει ως υπόλοιπο, απομεινάρι (α. «έφαγε ό,τι υπόλειμμα φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (γεωπ.) η ποσότητα φυτοφαρμάκων που παραμένει μέσα στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ή κατά τη συγκομιδή
2. φρ. «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα φυτών που μένουν στον αγρό μετά τη συγκομιδή.
Chinese
原文音譯:kat£leimma 卡他-練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-缺乏 相當於: (שְׁאָר) (שְׁאֵרִית) (שָׂרִיד)
字義溯源:殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自(καταλείπω)=留下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。註:和合本以 (ὑπόλειμμα)代替 (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)比較: (λεῖμμα)=餘數參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 餘數(1) 羅9:27