τρικόρυθος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trikorythos | |Transliteration C=trikorythos | ||
|Beta Code=triko/ruqos | |Beta Code=triko/ruqos | ||
|Definition= | |Definition=τρικόρυθον, = [[τρίκορυς]] ([[with triple plume]]), Αἴας E. ''Or.'' 1480 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:25, 25 August 2023
English (LSJ)
τρικόρυθον, = τρίκορυς (with triple plume), Αἴας E. Or. 1480 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τρίκορυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.
German (Pape)
= τρίκορυς, Eur. Or. 1480 Αἴας.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.
Greek Monotonic
τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.
Middle Liddell
τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,
with triple plume, Eur.