τυφλώψ: Difference between revisions
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyflops | |Transliteration C=tyflops | ||
|Beta Code=tuflw/y | |Beta Code=tuflw/y | ||
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) [[blind-eyed]], [[blind]], v. [[τυφλίνης]]. | |Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, ([[ὤψ]]) [[blind-eyed]], [[blind]], v. [[τυφλίνης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) blind-eyed, blind, v. τυφλίνης.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ὁ τυφλὸς τοὺς ὦπας, τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς, τυφλός, καὶ ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται, «τυφλῶπες, οἱ καλούμενοι τυφλῖνοι· οἳ καὶ πατούμενοι ἠρεμοῦσιν» (Σχόλ.), Νικ. Θηρ. 492, ἴδε ἐν λέξ. τυφλίνης.
Greek Monolingual
ο, / τυφλώψ, -ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α
ο τυφλίνος
νεοελλ.
γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος
αρχ.
1. τυφλός
2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -ώψ (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. στρογγυλώψ].
German (Pape)
ῶπος, ὁ, ἡ,
1 mit blindem Gesicht, blind, Arcad. 94.
2 = τύφλινος, Nic. Th. 492; Ael. H.A. 8.13.