τριζυγής: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trizygis | |Transliteration C=trizygis | ||
|Beta Code=trizugh/s | |Beta Code=trizugh/s | ||
|Definition= | |Definition=τριζυγές, = [[τρίζυγος]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
τριζυγές, = τρίζυγος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. τρίζυγος.
German (Pape)
ές, = τρίζυγος, Χάριτες, Macedon. 33 (XI.27).
Russian (Dvoretsky)
τριζῠγής: Anth. = τρίζυγος.
Greek (Liddell-Scott)
τριζῠγής: -ές, τρίζῠγος, ον, καὶ τρίζυξ, -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ μετὰ δύο ἄλλων συνεζευγμένος, τρεῖς ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν Χαρίτων, (Gratia... nudis juncta sororibus), Χαρίτων τριζύγων Σοφ. Ἀποσπ. 490· τρίζυγοι θεαὶ Εὐρ. Ἑλ. 357· τριζυγέες Χάριτες Ἀνθ. Π. 11. 27· ὡσαύτως, τρίζυγες κασίγνητοι αὐτόθι 6. 181· πρβλ. ζεῦγος ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-ές, Α
τρίζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετραζυγής].
Greek Monotonic
τριζῠγής: -ές, τρί-ζῠγος, -ον και τρί-ζυξ, ὁ, ἡ, τρεις ενωμένες, τρεις μαζί, λέγεται για τις Χάριτες, σε Ευρ., Ανθ.
Middle Liddell
τρι-ζῠγής, ές
and τρίζυξ, three yoked, three in union, of the Graces, Eur., Anth.