ἐνήλατον: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enilaton | |Transliteration C=enilaton | ||
|Beta Code=e)nh/laton | |Beta Code=e)nh/laton | ||
|Definition=τό, (ἐνελαύνω) < | |Definition=τό, ([[ἐνελαύνω]])<br><span class="bld">A</span> [[anything driven in]]: as [[substantive]] mostly pl., [[ἐνήλατα]] (''[[sc.]]'' [[ξύλα]]), τά,<br><span class="bld">I</span> [[the four rails]], which make the frame [[of a bedstead]], ἐ. ξύλα S.''Fr.''315, cf. Ph.1.666 (Att. [[κραστήρια]], acc. to Phryn.155): later in sg., [[ἐνήλατον]], τό, [[bedstead]], Sor.2.61; τὸ τῆς κλίνης ἐ. ''PSI''6.616.17 (iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[rungs]] of a ladder, which are [[fixed in]] the poles or sides, κλίμακος ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα E.''Ph.''1179; ἄκρα κλιμάκων ἐνήλατα Id.''Supp.''729.<br><span class="bld">III</span> ἀξόνων ἐνήλατα [[the pins driven into the axle]], [[linchpins]], Id.''Hipp.''1235.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">ἐνήλατον· μέρος νεώς</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, (ἐνελαύνω)
A anything driven in: as substantive mostly pl., ἐνήλατα (sc. ξύλα), τά,
I the four rails, which make the frame of a bedstead, ἐ. ξύλα S.Fr.315, cf. Ph.1.666 (Att. κραστήρια, acc. to Phryn.155): later in sg., ἐνήλατον, τό, bedstead, Sor.2.61; τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI6.616.17 (iii A.D.).
II rungs of a ladder, which are fixed in the poles or sides, κλίμακος ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα E.Ph.1179; ἄκρα κλιμάκων ἐνήλατα Id.Supp.729.
III ἀξόνων ἐνήλατα the pins driven into the axle, linchpins, Id.Hipp.1235.
IV ἐνήλατον· μέρος νεώς, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἐνήλᾰτον) -ου, τό
1 larguero de madera, parte del armazón de una cama o litera τῆς κλίνης τὸ ἔξω ἐ. el larguero externo del lecho Artem.2.9 (p.114), cf. Ph.1.666, PBon.42.5 (I a.C.) en BL 4.10, Phryn.149, Sor.4.4.36
•armazón de madera de la cama τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI 616.17 (III a.C.), cf. Sor.4.5.5.
2 puente de la lira, S.Fr.314.316.
3 peldaño de una escalera κλίμακος ἐνήλατα E.Supp.729, cf. Ph.1179.
4 perno ἀξόνων τἐνήλατα los pernos de los ejes del carro, E.Hipp.1235, cf. Sch.A.Th.153n.
5 náut. parte de una nave Hsch.
German (Pape)
[Seite 840] τό, das Hineingetriebene, sc. ξύλον; – a) κλιμάκων ἐνήλατα, die langen Leiterbäume, zwischen welchen die Sprossen eingefügt sind, od. die Leitersprossen selbst; an Ersteres ist Eur. Phoen. 1186, κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα, vom Kapaneus, der die Sturmleiter hinaufsteigt, an Letzteres mehr Suppl. 751, ἐς ἄκρα βῆναι κλιμάκων ἐνήλατα zu denken. – b) ἀξόνων ἐνήλατα, der Pflock in der Achse vor dem Rade, Eur. Hipp. 1235. – c) die vier Hölzer des Bettrahmens, durch welche die Gurte, die den Boden des Bettes bilden, gezogen werden, die sogenannten Bettstollen, Soph. bei Poll. 10, 34, wofür Phryn. κραστήρια als att. empfiehlt, vgl. Lob. dazu p. 178 u. Artemid. 1, 74.
Russian (Dvoretsky)
ἐνήλᾰτον: τό
1 перекладина, брус: κλίμακος ἐνήλατα Eur. ступеньки лестницы;
2 чека (ἀξόνων ἐνήλατα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήλατον: τό, (ἐνελαύνω) πᾶν τὸ ἐλαθέν, ἐμπηχθὲν ἐντός: ὡς οὐσ. ἐνήλατα (ἐνν. ξύλα), τά, Ι. αἱ τέσσαρες δοκοὶ αἱ σχηματίζουσαι τὰς πλευρὰς τῆς κλίνης, Λατ. spondae, Σοφ. Ἀποσπ. 295, Φίλων 1. 666, κτλ.· ἴδε Λοβέκκ. εἰς Φρύν. 132. ΙΙ. αἱ εἰς τὰ δύο ὀρθὰ ξύλα τῆς κλίμακος ἐμπεπηγμέναι βαθμίδες, κλίμακος ἀμείβων ξεστ᾿ ἐνηλάτων βάθρα, «τὰς βάσεις τῶν ἐνηλάτων τῆς κλίμακος» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1179· ἄκρα κλιμάκων ἐνήλατα ὁ αὐτ. Ἱκ. 729. ΙΙΙ. ἀξόνων ἐνήλατα, «οἱ πασσαλίσκοι οἱ πρὸς τῷ ἄξονι, τὰ καλούμενα ἁμαξηδόνια... τὰ ἐμβαλλόμενα πρὸς τῷ ἄξονι, ὥστε μὴ ἐξιέναι τὸν τροχόν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1235.
Greek Monolingual
ἐνήλατον, το (Α) ενελαύνω
1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται
2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι
3. στον πληθ. ἐνήλατα
τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές της ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «μέρος νεώς»
5. φρ. «ἐνήλατον ξύλον» ή ἐνήλατον
καθένα από τα τέσσερα δοκάρια που σχηματίζουν τον πλευρικό σκελετό του κρεβατιού ή και ο ίδιος ο σκελετός του κρεβατιού («ἀξόνων ἐνήλατα» — τα ξύλα που ξεκινώντας από τον άξονα μπήγονται στη στεφάνη του τροχού ακτινωτά για στηρίγματα).
Greek Monotonic
ἐνήλᾰτον: τό (ἐνελαύνω), οτιδήποτε καρφώνεται, μπήγεται μέσα σε κάτι· ως ουσ., ἐνήλατα (ενν. ξύλα), τά, τα ξύλα των σκαλοπατιών της σκάλας που είναι τοποθετημένα στο πλάι, σε Ευρ.
II. ἀξόνων ἐνήλατα, οι σιδερένιες σφήνες, οι σιδερένιοι πάσσαλοι που είναι μπηγμένοι στον άξονα της ρόδας, ο πείρος του τροχού, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐνήλᾰτον, ου, τό, ἐνελαύνω
I. anything driven in: as substantive, ἐνήλατα (sc. ξύλἀ, τά, the rounds of a ladder, which are fixed in the sides, Eur.
II. ἀξόνων ἐνήλατα the pins driven into the axle, linchpins, Eur.